Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πετρελαιαγωγός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πετρελαιαγωγός ο [petreleaγoγós] Ο17 : μεγάλου μήκους αγωγός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά (αργού) πετρελαίου ή πετρελαιοειδών σε μεγάλη απόσταση.

[λόγ. πετρελαι(ο)- + αγωγός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go