Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περσικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περσικός -ή -ό [persikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες· (πρβ. ιρανικός): Aρχαίος ~ πολιτισμός. Οι περσικοί πόλεμοι, οι πόλεμοι Ελλήνων και Περσών κατά την κλασική αρχαιότητα. H περσική γλώσσα. || (ως ουσ.) η περσική, τα περσικά, η περσική γλώσσα. περσικά ΕΠIΡΡ στην περσική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. < αρχ. Περσικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες