Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περουβιανός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περουβιανός -ή -ό [peruvianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο Περού ή στους κατοίκους του ή προέρχεται από αυτό ή από αυτούς: Περουβιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. Περουβιανή λογοτεχνία. 2. (ως ουσ.) ο Περουβιανός, θηλ. Περουβιανή, ο κάτοικος του Περού. || (ως επίθ.): Περουβιανοί ποιητές.

[λόγ. < ιταλ. peruviano (-ano = -ανός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go