Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιφρούρηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιφρούρηση η [perifrúrisi] Ο33 : η ενέργεια του περιφρουρώ· επιτήρηση και φροντίδα για την προφύλαξη, την προστασία από απειλή ή εχθρό: H ~ της ομαλότητας / της τάξης / της νομιμότητας. H ~ της δημοκρατίας / του πολιτεύματος / των δικαιωμάτων μας. H ~ μιας διαδήλωσης / μιας απεργίας. Οι απεργοί συγκρότησαν ομάδες περιφρούρησης.

[λόγ. περιφρουρη- (περιφρουρώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go