Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιφραστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιφραστικός -ή -ό [perifrastikós] Ε1 : α. που λέγεται με περίφραση, που λέγεται με δύο ή περισσότερες λέξεις (αντί μιας). ANT μονολεκτικός: Περιφραστική διατύπωση / εκφορά. ~ όρος. β. (ειδικότ.) Περιφραστικοί χρόνοι ρήματος, που σχηματίζονται με δύο ή περισσότερες λέξεις: Ο μέλλοντας, ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας είναι περιφραστικοί χρόνοι. περιφραστικά & (λόγ.) περιφραστικώς ΕΠIΡΡ με περίφραση.

[λόγ.: α: ελνστ. περιφραστικός· β: γαλλ. périphrastique < ελνστ. περιφραστικός· λόγ. < ελνστ. περιφραστικῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go