Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιττολογία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιττολογία η [peritolojía] Ο25 : το να περιττολογεί κάποιος, καθώς και ό,τι από τα λεγόμενα ή τα γραφόμενά του είναι περιττό: Θα το επαναλάβω κι ας θεωρηθεί ~. Οι περιττολογίες μάλλον δυσχεραίνουν παρά διευκολύνουν την κατανόηση του κειμένου. Λόγος σύντομος και περιεκτικός, χωρίς ρητορικές ή συναισθηματικές περιττολογίες.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) περιττολογία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go