Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιστύλιο το [peristílio] Ο40 : (αρχιτ.) σειρά κιόνων γύρω από οικοδόμημα (ή αυλή), που σχηματίζει στοά, καθώς και ο χώρος τον οποίο στεγάζει αυτή η στοά.
[λόγ. < ελνστ. περιστύλιον]



