Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιστασιακός -ή -ό [peristasiakós] Ε1 : ευκαιριακός, συγκυριακός· που αφορά ορισμένη περίσταση ή συγκυρία: Περιστασιακή αντιμετώπιση. Περιστασιακές λύσεις. || που οφείλεται σε ορισμένες περιστάσεις, συγκυρίες και διαρκεί όσο αυτές: Εφήμερες, περιστασιακές φιλίες.
περιστασιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. περίστασ(ις) -ιακός μτφρδ. γαλλ. circonstanciel (πρβ. ελνστ. περιστατικός, ίδ. σημ.)]



