Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περίσσιος -α -ο [perís
os] & (λογοτ.) περίσσος -α -ο [perísos] Ε4 : α. που υπάρχει σε αφθονία· περισσός2: Έχει περίσσιες χάρες. Έχει περίσσια ομορ φιά. β. παραπανίσιος, περιττός, άχρηστος: Περίσσια λόγια. ~ κόπος. περίσσια & περίσσα ΕΠIΡΡ με το παραπάνω. [μσν. περίσσιος < αρχ. περισσός κατά το ίσιος· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περισσός -ή -ό [perisós] Ε1 : 1. περιττός, στη λόγια έκφραση (ως) εκ περισσού, χωρίς να υπάρχει απόλυτη ανάγκη, χωρίς οπωσδήποτε να χρειά ζεται: Έτσι, ως εκ περισσού, ας αναφέρουμε κι άλλο ένα παράδειγμα. 2. περίσσιος1.
[λόγ. < αρχ. περισσός]