Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περισπασμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περισπασμός ο [perispazmós] Ο17 : απασχόληση της προσοχής ή του ενδιαφέροντος κάποιου με ζητήματα ξένα προς το κύριο αντικείμενό του, καθώς και ό,τι (ατυχές γεγονός, δυσχέρεια κτλ.) δε μας επιτρέπει τη συγκέντρωση όλης της προσοχής ή του ενδιαφέροντος σε ένα αντικείμενο, ένα στόχο, μια προσπάθεια κτλ.: Οικογενειακοί περισπασμοί δεν του επέτρεψαν να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του.

[λόγ. < ελνστ. περισπασμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go