Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιπτερούχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιπτερούχος ο [peripterúxos] Ο18 θηλ. περιπτερούχος [peripterúxos] Ο35 : (λόγ.) ιδιοκτήτης περιπτέρου· περιπτεράς: Διαμαρτυρία των περιπτερούχων της πόλης μας για την απόφαση του δήμου να επιβάλει ειδικό φόρο.

[λόγ. περίπτερ(ον) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go