Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιποιητικός -ή -ό [peripiitikós] Ε1 : (για πρόσ.) που με προθυμία περιποιείται άλλους, τους προσφέρει υπηρεσίες, τους εξυπηρετεί ή τους φροντίζει: Έδειχναν ιδιαίτερα περιποιητικοί στους νέους πελάτες.
[λόγ. < ελνστ. περιποιητικός `προμηθευτικός΄ κατά τη σημ. του περιποιούμαι]



