Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιοδικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιοδικό το [perioδikó] Ο38 : έντυπο που εκδίδεται σε τακτά χρονικά διαστήματα: Εβδομαδιαίο / δεκαπενθήμερο / μηνιαίο ~. ~ ποικίλης ύλης. Παιδικό / ψυχαγωγικό / λαϊκό / επιστημονικό / λογοτεχνικό / εικονογραφημένο ~.

[λόγ. < γαλλ. périodique (στη νέα σημ.) < λατ. periodicus < αρχ. περιοδικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιοδικός -ή -ό [perioδikós] Ε1 : 1. που γίνεται ή εμφανίζεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους: Περιοδικά φαινόμενα. Περιοδικοί άνεμοι. || Περιοδικές εκδόσεις, που γίνονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα· (πρβ. περιοδικό). Περιοδικές εκθέσεις. || ~ τύπος, σε αντιδιαστολή προς τον ημερήσιο, το σύνολο των περιοδικών. 2. (ειδικότ.) α. (μαθημ.) ~ αριθμός, του οποίου το δεκαδικό μέρος αποτελείται από ομάδα ψηφίων που επαναλαμβάνεται απείρως κατά την ίδια σειρά (π.χ. 1,323232…). β. (χημ.) περιοδικό σύστημα στοιχείων, το σύστημα και ο πίνακας ταξινόμησης των χημικών στοιχείων. περιοδικά & (λόγ.) περιοδικώς ΕΠIΡΡ κατά περιόδους, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα.

[λόγ. < ελνστ. περιοδικός, περιοδικῶς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιοδικότητα η [perioδikótita] Ο28 : η ιδιότητα του περιοδικού1, εκείνου που εμφανίζεται ή εκδηλώνεται κατά (κανονικά συνήθ.) χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους: H ~ ενός φαινομένου.

[λόγ. περιοδικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες