Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιλαίμιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιλαίμιο το [perilémio] Ο42 : 1. λουρίδα από μέταλλο ή δέρμα που τοποθετείται γύρω από το λαιμό ζώου· λαιμαριά, κολάρο. 2. (λόγ.) μέρος ρούχου που περιβάλλει σφιχτά το λαιμό ανθρώπου· (πρβ. γιακάς, κολά ρο). || Ορθοπεδικό ~. 3. (τεχν.) ό,τι τοποθετείται γύρω από κτ. σαν περιλαίμιο· κολάρο. 4. λωρίδα από πούπουλα διαφορετικού χρώματος γύρω από το λαιμό πολλών πουλιών.

[λόγ. περι- λαιμ(ός) -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες