Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περικόχλιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περικόχλιο το [perikóxlio] Ο40 : (λόγ., τεχν.) πρισματικό ή κυλινδρικό αντικείμενο, συνήθ. μεταλλικό, με τρύπα, στο εσωτερικό της οποίας έχει χαραχτεί σπείρωμα, για να περιστρέφεται και να προχωρεί· βίδα· (πρβ. παξιμάδι 2, πεταλούδα).

[λόγ. < ελνστ. περικόχλιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go