Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιθωριοποίηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιθωριοποίηση η [periθoriopíisi] Ο33 : το να εκτοπίζεται κάποιος στο κοινωνικό περιθώριο: Ο κίνδυνος περιθωριοποίησης κοινωνικών ομάδων που πλήττονται από την ανεργία.

[λόγ. περιθωριοποιη- (περιθωριοποιώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go