Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιηγητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιηγητικός -ή -ό [periijitikós] Ε1 : που αναφέρεται στον περιηγητή ή στην περιήγηση: Περιηγητικό ταξίδι, που γίνεται για περιήγηση. Εκδρομικός και ~ σύλλογος.

[λόγ. < ελνστ. περιηγητικός `κατάλληλος για περιηγητή, περιγραφικός΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go