Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιβαλλοντικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιβαλλοντικός -ή -ό [perivalondikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο περιβάλλον (συνήθ. στο φυσικό και το τεχνητό ή οικιστικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε): Περιβαλλοντική μελέτη / έρευνα· (πρβ. περιβαλλοντολογικός). Περιβαλλοντικές συνθήκες / μεταβολές. Περιβαλλοντικά προβλήματα, του περιβάλλοντος.

[λόγ. περιβαλλοντ- (περιβάλλον) -ικός μτφρδ. αγγλ. environmental]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go