Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιαρπάζω [periarpázo] Ρ2.2α : επικρίνω, επιτιμώ κπ. με τρόπο πολύ απότομο, αυστηρό, οξύ· περιαδράχνω: Tον περιάρπαξαν για τα καλά.
[περι- αρπάζω]