Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιέργεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιέργεια η [periérjia] Ο27 : έντονη επιθυμία να πληροφορηθούμε κτ.: Kαμιά ~ δεν έχεις να μάθεις το αποτέλεσμα; Kινώ την ~ κάποιου, του προκαλώ την περιέργεια. Mου κίνησε την ~ και ρώτησα. Aπό απλή ~ ρωτάω. Ενοχλητική ~. ΦΡ με τρώει η ~, είμαι πολύ περίεργος για κτ.

[λόγ. < μσν. περιέργεια < ελνστ. περιεργία (αρχ. σημ.: `ματαιότητα΄) με σφαλερή τροπή -ία > -εια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go