Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περδίκι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περδίκι το [perδíki] Ο44 : ο νεοσσός της πέρδικας, μικρή πέρδικα· περδικάκι, περδικούλα. ΦΡ είμαι / γίνομαι ~, για άνθρωπο που, ύστερα από ασθένεια, είναι πάλι όλος υγεία και σφρίγος: Πιες το φάρμακο και θα γίνεις ~.

[μσν. περδίκιν < αρχ. περδίκιον υποκορ. του πέρδιξ (δες στο πέρδικα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περδικίσιος -α -ο [perδikísos] Ε4 : που ανήκει ή αναφέρεται στην πέρδικα: Περδικίσια αυγά. Περδικίσιο λάλημα. || που είναι σαν της πέρδικας (όμορφο): Περδικίσιο περπάτημα.

[πέρδικ(α) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες