Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περβολάρης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περβολάρης ο [pervoláris] Ο11 θηλ. περβολάρισσα [pervolárisa] Ο27 : (προφ.) περιβολάρης.

[< περιβολάρης με συγκ. του άτ. [i] κατά το περιβόλι > περβόλι· περβολάρ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go