Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περβάζι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περβάζι το [pervázi] & πρεβάζι το [prevázi] Ο44 : το κάτω, συνήθ. και πλατύτερο, τμήμα του πλαισίου ενός παραθύρου ή μιας πόρτας: Στεκόταν στο παράθυρο με τα χέρια ακουμπισμένα στο ~. || πλαίσιο παραθύρου ή πόρτας· κούφωμα.

[τουρκ. pervaz (από τα περσ.) -ι· μετάθ. του [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες