Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περασιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περασιά η [perasxá] Ο24 : 1. (παρωχ.) το μέρος από το οποίο συνηθίζουν ή μπορούν να περνούν· πέρασμαII1. 2. (τεχν.) ευθύγραμμη ή κατακόρυφη θέση ενός τμήματος, εξαρτήματος κτλ. σε ορισμένη κατασκευή: Mπαίνει / είναι κτ. ~. Έρχεται κτ. ~ με κτ. άλλο.

[περασ- (περνώ) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go