Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περαματάρης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περαματάρης ο [peramatáris] Ο11 : (παρωχ.) οδηγός βάρκας ή σχεδίας που χρησιμοποιείται ως πορθμείο.

[περαματ- (πέραμα) -άρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go