Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περαίωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περαίωση η [peréosi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περαιώνω, το να τελειώνει κάποιος κτ.

[λόγ. < ελνστ. περαίω(σις) `πέρασμα απέναντι΄ -ση κατά τη σημ. του περαιώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go