Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περίχωρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίχωρα τα [períxora] Ο40 : περιοχή που εκτείνεται γύρω από ορισμένο τόπο και συνηθέστερα η ύπαιθρος γύρω από πόλη: Στα ~ της πόλης.

[λόγ. < ελνστ. τά περίχωρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go