Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίφρακτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίφρακτος -η -ο [perífraktos] Ε5 : που τον έχουν περιφράξει: Περίφρακτη αυλή. ~ χώρος.

[λόγ. < ελνστ. περίφρακτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες