Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περίληψη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίληψη η [perílipsi] Ο33 : γραπτό ή προφορικό κείμενο που αποδίδει το περιεχόμενο άλλου, εκτενέστερου κειμένου, με τρόπο σύντομο και χωρίς να αναφέρεται σε όσα θεωρούνται λιγότερο σημαντικά ή ουσιώδη: Σύντομη / εκτενής ~. Kάνω την ~ ενός κειμένου. Γραπτή / προφορική ~. (λόγ. έκφρ.) εν περιλήψει, περιληπτικά, με λίγα λόγια. περιληψούλα η YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. περίληψις `συνολική εξέταση΄ (-σις > -ση)· περίλη ψ(η) -ούλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go