Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περίθαλψη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίθαλψη η [períθalpsi] Ο33 : η παροχή προστασίας, φροντίδας σε άτο μο που δυστυχεί, πάσχει, αναξιοπαθεί: Yπηρεσία περίθαλψης προσφύγων. Iατρική / φαρμακευτική / νοσοκομειακή ~. Kοινωνική ~, που προσφέρεται από οργανισμούς της πολιτείας.

[λόγ. < μσν. περίθαλψις < περιθαλπ- (περιθάλπω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go