Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περίγελος ο [períjelos] Ο20 : αυτός που όλοι τον περιγελούν, τον χλευάζουν· περίγελο: Έγιναν ~ του κόσμου, έγιναν καταγέλαστοι.
[λόγ. < ελνστ. περίγελ(ως) μεταπλ. -ος]



