Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περίγελο το [períjelo] Ο41 : για πρόσωπο που όλοι το περιγελούν, το χλευάζουν· περίγελος: Kατάντησαν ~ του κόσμου.
[< περίγελος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περίγελος ο [períjelos] Ο20 : αυτός που όλοι τον περιγελούν, τον χλευάζουν· περίγελο: Έγιναν ~ του κόσμου, έγιναν καταγέλαστοι.
[λόγ. < ελνστ. περίγελ(ως) μεταπλ. -ος]



