Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περίβλεπτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίβλεπτος -η -ο [perívleptos] Ε5 : α. που είναι σε θέση τέτοια, ώστε να τον βλέπουν από παντού: Περίβλεπτο μνημείο. ~ ναός. Έστησαν το άγαλμά του σε περίβλεπτη θέση. β. (μτφ.) που τον θαυμάζουν όλοι· επιφανής, έξοχος: Kατέχει περίβλεπτη κοινωνική θέση / περίβλεπτη θέση στην κοινωνία.

[λόγ. < αρχ. περίβλεπτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go