Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεπιεσμένος -η -ο [pepiezménos] Ε3 : 1. που βρίσκεται σε κατάσταση υψηλής πίεσης: Mηχάνημα που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. 2. που έχει υποστεί υψηλή πίεση: Πεπιεσμένο χαρτί, για πολύ χοντρό και σκληρό χαρτόνι. Tαβάνι από πεπιεσμένο χαρτί.
[λόγ. μππ. του αρχ. πιέζω]



