Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεντιγκρί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεντιγκρί το [pedigrí] Ο (άκλ.) : το γενεαλογικό δέντρο ενός ζώου ράτσας.

[λόγ. < γαλλ. pedigree < αγγλ. pedigree]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες