Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντακοσιομέδιμνοι οι [pendakosioméδimni] Ο19 : (ιστ.) πολίτες της αρχαίας Aθήνας που είχαν ετήσιο εισόδημα αξίας άνω των πεντακοσίων μεδίμνων: Οι ~ αποτελούσαν την ανώτερη τάξη και υπηρετούσαν στο στρατό ως ιππείς.
[λόγ. < αρχ. πεντακοσιομέδιμνοι οἱ]



