Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεντέξι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεντέξι [pendéksi] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : (προφ.) πέντε ή έξι περίπου: ~ άνθρωποι. Σε ~ μέρες.

[πέντ(ε) + έξι με αποφυγή της χασμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go