Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεντάωρος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεντάωρος -η -ο [pendáoros] Ε5 : που διαρκεί πέντε ώρες: Πεντάωρη πορεία / καθυστέρηση. ~ ύπνος. Πεντάωρο ταξίδι. || (ως ουσ.) το πεντάωρο, χρονικό διάστημα πέντε ωρών: Θα τελειώσω σε ένα πεντάωρο. Σήμερα η τάξη μας έχει πεντάωρο, για διδακτικές ώρες.

[λόγ. πεντα- + ώρ(α) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go