Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεντάκις
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεντάκις [pendákis] επίρρ. : α. (λόγ.) πέντε φορές: Kαταδικάστηκε ~ εις θάνατο(ν). β. για το σχηματισμό αριθμητικών: ~ εκατομμύριο. ~ χιλιοστός.

[λόγ. < αρχ. πεντάκις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες