Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πενηντάλεπτος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πενηντάλεπτος 1 -η -ο [penindáleptos] Ε5 : που διαρκεί πενήντα λεπτά: Πενηντάλεπτο μάθημα. || (ως ουσ.) το πενηντάλεπτο, χρονικό διάστημα πενήντα λεπτών.

[λόγ. πενήντα + λεπτ(όν) 2 -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πενηντάλεπτος 2 -η -ο : (παρωχ.) που έχει αξία ίση με πενήντα λεπτά της δραχμής. || (ως ουσ.) το πενηντάλεπτο, μικρό νόμισμα αξίας πενήντα λεπτών· πενηνταράκι.

[λόγ. πενήντα + λεπτ(όν) 1 -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go