Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενηντάδραχμο το [penindáδraxmo] Ο41 : πενηντάρικο, πεντηκοντάδραχμο.
[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του πεντηκοντάδραχμον κατά το πεντήκοντα > πενήντα]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του πεντηκοντάδραχμον κατά το πεντήκοντα > πενήντα]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |