Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεμπτημόριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεμπτημόριο το [pemptimório] Ο40 : (λόγ.) το ένα από τα πέντε ίσα μέρη ενός συνόλου.

[λόγ. < αρχ. πεμπτημόριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go