Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πελεκώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πελεκώ [pelekó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & πελεκίζω [peleízo] -ομαι Ρ2.1 : επεξεργάζομαι κτ., συνήθ. ξύλο, αφαιρώντας του κομμάτια με πελέκι ή με άλλο κοφτερό εργαλείο του χεριού και με σφυροκόπημα: Πελέκισε το χοντρό κλαρί στην άκρη, για να γίνει μυτερό. || ~ πέτρες, λαξεύω.

[αρχ. πελεκῶ· πελεκ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. πελεκησ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go