Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πελεκάνος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πελεκάνος 1 ο [pelekános] Ο18 : μεγάλο πουλί (μήκους ως 1,80 μ.) με κοντά πόδια και μακρύ και πλατύ ράμφος, που στο κάτω τμήμα του υπάρχει μια μεγάλη σακούλα από μεμβράνη· ζει κοντά στις όχθες λιμνών, ποταμών και θαλασσών και τρέφεται κυρίως με ψάρια.

[ελνστ. πελεκᾶνος αντδ. < λατ. pelecan(us) -ος < αρχ. πελεκάν, γεν. -ᾶνος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πελεκάνος 2 ο : (λαϊκότρ.) ο δρυοκολάπτης.

[αρχ. πελεκᾶς, γεν. -ᾶντος με επίδρ. του πελεκάνος 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πελεκάνος 3 ο : (λαϊκότρ.) ξυλουργός ή λιθοξόος.

[πελεκ(ώ) -άνος ίσως με επίδρ. του πελεκάνος 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες