Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πελατολόγιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πελατολόγιο το [pelatolójio] Ο42 : κατάλογος των πελατών ενός καταστήματος, μιας επιχείρησης, ενός προμηθευτή, πωλητή ή επαγγελματία: Στο ~ της επιχείρησης περιλαμβάνονται και ορισμένα από τα καλύτερα καταστήματα της πόλης.

[λόγ. πελάτ(ης) -ο- + -λόγιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go