Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πελάζει
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πελάζει [pelázi] Ρ : στην απαρχαιωμένη έκφραση όμοιος ομοίω αεί ~, ο καθένας προτιμά να συναναστρέφεται τον όμοιό του· ΣYN έκφρ. όμοιος τον όμοιο.

[λόγ. < αρχ. πελάζει γ' εν. του ρ. πελάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες