Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πειρατεία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πειρατεία η [piratía] Ο25 : 1. η πράξη ή η δραστηριότητα των πειρατών· κατάληψη και αρπαγή πλοίου ή ληστεία του φορτίου του. 2. (προφ., μτφ.) άσκηση ορισμένης επαγγελματικής δραστηριότητας παράνομα και ευκαιριακά (και σε βάρος των νόμιμων επαγγελματιών): Kάνει ~ με κασέτες.

[λόγ. < ελνστ. πειρατεία (στη σημ. 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go