Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεινάλας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεινάλας ο [pinálas] Ο3 & πεινάλα η [pinála] Ο25α : (λαϊκ.) ως χλευαστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου αδηφάγου, λαίμαργου ή πάμφτωχου· (πρβ. πειναλέος).

[πείν(α) -άλας· πεινά λ(ας) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες