Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πειθαρχείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πειθαρχείο το [piθarxío] Ο39 : ειδικός θάλαμος για τον εγκλεισμό στρατιωτών τιμωρημένων για πειθαρχικό παράπτωμα.

[λόγ. πειθαρχ(ώ) -είον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες