Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πειθαναγκασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πειθαναγκασμός ο [piθanaŋgazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πειθαναγκάζω.

[λόγ. πειθαναγκασ- (πειθαναγκάζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες